χειμασια

χειμασια
    χειμασία
    χειμᾰσία
    ион. χειμᾰσίη ἥ
    1) зимовка Her.
    2) зимовье, зимние квартиры Polyb., Diod.
    3) непогода, буря
    

(μετὰ τὰς χειμασίας πίπτει τὰ πνεύματα Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "χειμασια" в других словарях:

  • χειμασία — χειμασίᾱ , χειμασία passing the winter fem nom/voc/acc dual χειμασίᾱ , χειμασία passing the winter fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειμασίᾳ — χειμασίαι , χειμασία passing the winter fem nom/voc pl χειμασίᾱͅ , χειμασία passing the winter fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειμασία — και ιων. τ. χειμασίη, ἡ, Α [χειμάζω] 1. διαχείμαση 2. τόπος κατάλληλος για διαχείμαση, χειμάδι 3. σφοδρή κακοκαιρία 4. (κατά τον Ησύχ.) «ζάλη, ταραχή» …   Dictionary of Greek

  • χειμασίας — χειμασίᾱς , χειμασία passing the winter fem acc pl χειμασίᾱς , χειμασία passing the winter fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειμασίαν — χειμασίᾱν , χειμασία passing the winter fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειμασίαις — χειμασία passing the winter fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειμασίην — χειμασία passing the winter fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»